- φωταυγός
- -όν, και ως ουσ. φώταυγος, ὁ, Μ1. ως επίθ. λαμπρός2. ως ουσ. (κατά τον Ζωναρ.) ο ήλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -αυγος (< αὐγή), πρβλ. περί-αυγος, ὕπ-αυγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek